- πλεοτιμία
- πλεοτῑμία, ἡ,A rise in price, POxy.1414.13 (iii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλεοτιμία — ἡ, Α η αύξηση τών τιμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλέον, ουδ. τού πλείων* + τιμία (< τιμος < τιμή), πρβλ. ισο τιμία, ομο τιμία] … Dictionary of Greek